- φρεσκάρισμα
- [фрэскаризма] ουσ. о. освежение,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
φρεσκάρισμα — το, Ν [φρεσκάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φρεσκάρω … Dictionary of Greek
φρεσκάρισμα — το, ατος ανανέωση, ανακαίνιση, καινούργωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανανέωση — (Νομ.).Σημαίνει σύμβαση με την οποία καταργείται μία ενοχή και στη θέση της εισάγεται μια νέα. Μπορεί να αλλάζει και ένα από τα πρόσωπα των αρχικών συμβαλλομένων, μπορεί και όχι. Για να είναι η α. ισχυρή, πρέπει να έχει κάποιον σκοπό που να… … Dictionary of Greek
δρόσισμα — το ελαφρό βρέξιμο, ελαφρύ πάγωμα, φρεσκάρισμα: Το δρόσισμα της βροχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)